- νοτολιβυκός
- νοτολιβυκός και νοτολιβικός, -ή, -όν (Α)νοτιοδυτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + λιβυκός (< Λιβύη) < ή λιβικός (< λίψ, λιβός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοτολιβυκώτατον — νοτολιβυκός south westerly masc acc superl sg νοτολιβυκός south westerly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)